- παρασκήπτω
- παρασκήπτω,A glance beside and fall,
εἴς τι Luc. Tim.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴς τι Luc. Tim.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασκήπτω — Α (για κεραυνό) αστράφτω και πέφτω κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκήπτω «επιπίπτω» (πρβλ. κατα σκήπτω)] … Dictionary of Greek
παρασκήψας — παρασκήψᾱς , παρασκήπτω glance beside and fall aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)